τριαδική

τριαδική
τριαδικός
of three
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τριαδικῇ — τριαδικός of three fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριάσιος — α, ο, Ν φρ. α) «τριάσια περίοδος» η τριαδική περίοδος β) «τριάσια διάπλαση στρωμάτων» η τριαδική διάπλαση στρωμάτων …   Dictionary of Greek

  • τριαδικός — ή, ό / τριαδικός, ή, όν, ΝΜΑ [τριάς, άδος] 1. αυτός που αναφέρεται στην τριάδα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αγία Τριάδα («τριαδικοί κανόνες» οκτώ κανόνες κατά τους οκτώ ήχους τής βυζαντινής μουσικής οι οποίοι περιέχουν τροπάρια… …   Dictionary of Greek

  • Ακτινοπτερύγιοι — Υφομοταξία ψαριών της ομοταξίας των οστεϊχθύων. Έχουν χόνδρινο σκελετό, περισσότερο ή λιγότερο οστεοποιημένο, σώμα γεμάτο λέπια και ακτινωτά πτερύγια (απ’ όπου και η ονομασία τους). Η υφομοταξία αυτή περιλαβαίνει το μεγαλύτερο μέρος των ψαριών… …   Dictionary of Greek

  • Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… …   Dictionary of Greek

  • αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …   Dictionary of Greek

  • απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …   Dictionary of Greek

  • αρειανισμός — Αιρετική διδασκαλία του 4ου αι. μ.Χ. σχετικά με τη θεότητα του Ιησού Χριστού. Χαρακτηρίζεται ως η μεγαλύτερη κρίση στους κόλπους του χριστιανισμού, που συγκλόνισε και συντάραξε βαθύτατα την εκκλησία και την πολιτεία. Ο α. οφείλει την αρχή και τη… …   Dictionary of Greek

  • ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… …   Dictionary of Greek

  • ναυτίλος — (nautilus pompilius). Τετραβράγχιο κεφαλόποδο της οικογένειας των Ναυτιλιδών. Το μαλάκιο αυτό έχει ελικοειδές όστρακο διατεταγμένο σε ένα επίπεδο η εσωτερική επιφάνεια είναι μαργαρώδης· ο χώρος που περικλείει το όστρακο υποδιαιρείται με τοιχώματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”